κορμολογία

κορμολογία
κορμολογία, ,
A collecting of κορμοί (cf. κορμός (A) 2), Sammelb.5126.25 (iii A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κορμολογία — κορμολογία, ἡ (Α) πάπ. 1. η συλλογή κορμών 2. η διευθέτηση τής παροχετεύσεως τών νερών τών διωρύγων και τών μεγάλων αυλακιών στους διαφόρους κορμούς, δηλ. στα μικρότερα αυλάκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορμός + λογία με σημ. «συλλογή» (< λογῶ < λογος …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”